- ἀπορρώξ,-ῶγος
- ἡ N 3/M 0-0-0-0-2=2 2 Mc 14,45; 4 Mc 14,16cliff, precipice
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
απορρώξ — ἀπορρώξ, ( ῶγος), ο, η (AM) [απορρήγνυμι] 1. αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος, κρημνώδης 2. ως ουσ. γκρεμός, απότομος βράχος 3. το θηλ. ως ουσ. μέρος, τμήμα που έχει αποσπαστεί 4. μέλος του σώματος 5. απόσταγμα … Dictionary of Greek